- τέναγος
- -άγους, το, ΝΑνεοελλ.(γεωλ.-οικολ.) κατηγορία υδροβιοτόπου με εμφανές στάσιμο νερό που χαρακτηρίζεται από βλάστηση αγρωστωδών και από ελάχιστα αποστραγγιζόμενα αλλά πλούσια σε μεταλλικά στοιχεία εδάφηαρχ.συν. στον πληθ. τὰ τενάγεααβαθή νερά σε θάλασσα ή σε ποταμό («ἰδίᾳ τ' ἐρεύνασε τενάγεων ῥοάς», Πίνδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. αβέβαιης ετυμολ., σχηματισμένη πιθ. κατά το αντώνυμο πέλαγος. Οι συνδέσεις τής λ. τόσο με το λεττον. tigas όσο και με το λατ. stāgnum «τέλμα» δεν φαίνονται πιθανές].
Dictionary of Greek. 2013.